- ετερούσιος
- -ο και ετεροούσιος, -ο (ΑΜ ἑτερούσιος, -ον και ἑτεροούσιος, -ον)αυτός που είναι διαφορετικός κατά την ουσία ἡ τη φύση, αυτός που δεν είναι ομοούσιος («ετερούσιον δόγμα» — το δόγμα τών Αρειανών, οι οποίοι αρνούνταν το ομοούσιο τού Πατρός και τού Υιού).επίρρ...ἑτερουσίως και ἑτεροουσίως (ΑΜ)με διαφορετική ουσία, αντίθ. τού ὁμοουσίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ουσιος (< ουσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].
Dictionary of Greek. 2013.